ξανανιώνω

ξανανιώνω
και ξανανεώνω
1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ
2. ξανακάνω κάτι καινούργιο
3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή
4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ', αν εγέρασα, για σέ θα ξανανιώσω», Βαλαωρ.)
5. φαίνομαι δροσερότερος («με την αυγή και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν», Παλαμ.)
6. γεννιέμαι για δεύτερη φορά, ξαναγεννιέμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξανανιώνω — ξανανιώνω, ξανάνιωσα, ξανανιωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξανανιώνω — ξανάνιωσα, ξανανιωμένος 1. μτβ., ανανεώνω, αναζωογονώ: Κι αν τα ξανατρυπάει τα σωθικά σου παλιός καημός, εγώ σου τον ξανάνιωσα (Παλαμάς). 2. αμτβ., γίνομαι πάλι νέος, αναζωογονούμαι: Αν άσπρισα, αν γέρασα για σε θα ξανανιώσω (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβλαστάνω — (Α ἀναβλαστάνω) βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω νεοελλ. απλώς βλαστάνω, φυτρώνω αρχ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα 3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστάνω. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • αναθάλλω — (Α ἀναθάλλω) (για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω νεοελλ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι αρχ. κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ανανεάζω — (Α ἀνανεάζω) [νεάζω] ξαναγίνομαι νέος, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ανηβάσκω — ἀνηβάσκω (AM) [ηβάσκω] γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαναθάλλω — ἐξαναθάλλω (Μ) μτφ. ξαναγίνομαι θαλερός, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • επανακμάζω — ακμάζω και πάλι, αναζωογονούμαι, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”